στόμωση

στόμωση
η / στόμωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [στομῶ / -ώνω]
η σκλήρυνση τού σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.)
αρχ.
1. διάνοιξη οργάνου τού σώματος με χειρουργική επέμβαση
2. δεξιοτεχνία τού λόγου («στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν», Σοφ.)
3. (κατά τους στωικούς φιλοσ.) ο σχηματισμός τής ψυχής με συμπύκνωση τού πνεύματος («καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῡ πνεύματος μεταβαλόντος», Χρύσ. Στωικ.)
4. ενίσχυση, ενδυνάμωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στόμωση — η άμβλυνση της κόψης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στομώσῃ — στομώσηι , στόμωσις hardening of iron fem dat sg (epic) στομόω muzzle aor subj mid 2nd sg στομόω muzzle aor subj act 3rd sg στομόω muzzle fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάψιμο — το (Μ βάψιμο[ν]) το να βάφει κανείς κάτι νεοελλ. 1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου 2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω] …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”